- παραφυσώ
- παραφυσαω μετ. , αμετ. очень сильно дуть (на что-л, и о ветре)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παραφυσώ — και άω / παραφυσῶ, άω, ΝΑ νεοελλ. φυσώ πολύ, φυσώ υπερβολικά αρχ. 1. φυσώντας βγάζω κάτι από την πορεία του, τό παρεκτρέπω, τό οδηγώ σε κακό δρόμο 2. μτφ. ερεθίζω, διεγείρω, παρορμώ κάποιον … Dictionary of Greek